5 Δεκεμβρίου 2024

Έρευνα: Τα μισά από τα σχολεία που έκλεισαν θα ήταν ανοιχτά αν υπήρχαν 15 μαθητές ανά τάξη

maskasxoleia_featured

Κόλαφος η έρευνα του Κέντρου Μελετών και Τεκμηρίωσης της ΟΛΜΕ για το υπουργείο Παιδείας που δεν μπήκε καν στη διαδικασία να χαρτογραφήσει τις κενές αίθουσες στα σχολεία – Ο αριθμός των παιδιών που φοιτούν σε πολυπληθή τμήματα θα μπορούσε να μειωθεί ως και 63% 

• Εν γνώσει του το υπουργείο Παιδείας χρησιμοποίησε στατιστικά μεθοδολογικά εργαλεία που δεν αποτυπώνουν την πραγματική εικόνα αναφορικά με το πλήθος των μαθητών/τριών ανά τμήμα • 96% των μαθητών φοιτούν σε τμήματα με πάνω από 17 μαθητές, στην Αττική το ποσοστό είναι 99% • Μαρία Γεωργαρίου, γ.γ. ΚΕΜΕΤΕ ΟΛΜΕ: «Μεσούσης της πανδημίας τα μέτρα του υπουργείου για τα σχολεία είναι ανύπαρκτα και αυτό αποτελεί πολιτική επιλογή»

Αν το υπουργείο Παιδείας είχε εκπονήσει ένα συγκροτημένο σχέδιο ώστε να εκμεταλλευτεί τις κενές αίθουσες που υπάρχουν στα σχολεία, τουλάχιστον τέσσερις στους δέκα μαθητές στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση δεν θα φοιτούσαν σε πολυπληθή τμήματα, ενώ αν είχε μειωθεί στους 15 ο αριθμός των μαθητών ανά τάξη, το 50% των παιδιών που φοιτούν στα σχολεία και τα τμήματα που έκλεισαν λόγω κρουσμάτωνθα μπορούσαν να συνεχίσουν κανονικά τα μαθήματά τους στα σχολεία.

Αυτό προκύπτει από την έρευνα με θέμα «Τεκμηρίωση του αιτήματος του κλάδου για λειτουργία των σχολείων με 15 μαθητές ανά τμήμα κατ’ ανώτατο όριο σε συνθήκες πανδημίας» που πραγματοποίησε το Κέντρο Μελετών και Τεκμηρίωσης της ΟΛΜΕ, τα στοιχεία της οποίας διαψεύδουν πανηγυρικά το αφήγημα της υπουργού Νίκης Κεραμέως για τη δυνατότητα μείωσης των μαθητών ανά τάξη και την εξεύρεση κενών αιθουσών.

«το 96% των μαθητών πανελλαδικά φοιτούν σε τμήματα με πάνω από 17 μαθητές, ενώ στην Αττική το αντίστοιχο ποσοστό είναι 99%»

Υπενθυμίζεται, επίσης, ότι η ικανοποίηση του αιτήματος των εκπαιδευτικών ομοσπονδιών να συγκροτηθούν τμήματα με 15 μαθητές θα συνέβαλε στη μείωση έως και 50% των δεικτών μετάδοσης του ιού, όπως έδειξε σχετική έρευνα του Εργαστηρίου Περιβαλλοντικής Μηχανικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου, με επικεφαλής τον καθηγητή Δημοσθένη Σαρηγιάννη.

«Το υπουργείο Παιδείας συσκοτίζει την πραγματικότητα»

Στην έρευνα του ΚΕ.ΜΕ.ΤΕ γίνεται αναφορά στις οδηγίες του ΕΟΔΥ για τον ανώτατο αριθμό μαθητών ανά τμήμα που άλλαξαν τρεις φορές χωρίς να δοθεί επαρκής επιστημονική εξήγηση, αλλά και στα στατιστικά μεθοδολογικά εργαλεία που χρησιμοποίησε η υπουργός Παιδείας και τα οποία εν γνώσει της δεν αποτυπώνουν την πραγματική εικόνα αναφορικά με το πλήθος των μαθητών/τριών ανά τμήμα.

«Είναι πλέον αδιαμφισβήτητο το γεγονός ότι στη συντριπτική πλειοψηφία των σχολείων και μάλιστα στις περιοχές που έχουν υψηλό επιδημιολογικό φορτίο, όπως η Αττική, ο συνωστισμός στις σχολικές τάξεις είναι μεγάλος» αναφέρει στο alfavita.gr η γενική γραμματέας του ΚΕ.ΜΕ.ΤΕ της ΟΛΜΕ, Μαρία Γεωργαρίου, υπογραμμίζοντας μάλιστα ότι «δεν γνωρίζουμε την έκταση των ενεργών κρουσμάτων μέσα στις σχολικές μονάδες, αφού δεν πραγματοποιούνται με ευθύνη του ΕΟΔΥ εστιασμένα τεστ, ούτε στις μονάδες που έχουν ήδη κλειστά τμήματα». 

«Οι οδηγίες του ΕΟΔΥ για τον ανώτατο αριθμό μαθητών άλλαξε τρεις φορές, χωρίς να δοθεί επαρκής επιστημονική εξήγηση»

«Πώς λοιπόν ο συνωστισμός στις σχολικές αίθουσες παραγνωρίζεται ως παράγοντας διάδοσης του ιού σε ολόκληρη την κοινότητα;» διερωτάται και παραθέτει τα στοιχεία της έρευνας:

«Συγκεκριμένα, από την έρευνά μας προκύπτει ότι πανελλαδικά το 96% των μαθητών πανελλαδικά φοιτούν σε τμήματα με πάνω από 17 μαθητές, ενώ στην Αττική το αντίστοιχο ποσοστό είναι 99%. Ειδικότερα, 63% των μαθητών πανελλαδικά φοιτούν σε τμήματα των 22-27 μαθητών, στην Αττική το ποσοστό ανεβαίνει στο 67%.

«Συνεπώς», όπως υπογραμμίζει η Μαρία Γεωργαρίου, «το επιχείρημα του Μ.Ο. των 17 μαθητών/τριών ανά τμήμα που, τεχνηέντως χρησιμοποίησε το υπουργείο λίγο πριν την έναρξη των σχολείων, στην προσπάθεια του να αντικρούσει το αίτημα της ΟΛΜΕ, δεν αποδίδει την πραγματική εικόνα που υπάρχει στην συντριπτική πλειοψηφία των σχολείων Β/θμιας εκπαίδευσης».

Μαρία Γεωργαρίου, γ.γ. ΚΕΜΕΤΕ: «Μεσούσης της πανδημίας τα μέτρα του υπουργείου για τα σχολεία είναι ανύπαρκτα και αυτό αποτελεί πολιτική επιλογή»

6 στα 10 σχολεία διαθέτουν τουλάχιστον μία κενή αίθουσα

Πέρα όμως από τα νούμερα και τα στοιχεία της έρευνας, τα οποία ενδεχομένως να είναι διαφορετικά στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, το αξιοσημείωτο είναι ότι η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας δεν μπήκε καν στη διαδικασία να χαρτογραφήσει τις κενές αίθουσες στα σχολεία ή να προσπαθήσει να αξιοποιήσει άλλους διαθέσιμους χώρους εκτός των σχολείων.

Στο πλαίσιο της έρευνας, τα σχολεία κλήθηκαν να δηλώσουν τον αριθμό των κενών αιθουσών που διαθέτουν. Είναι ενδεικτικό ότι 6 στα 10 σχολεία σε πανελλαδικό επίπεδο απάντησαν ότι έχουν τουλάχιστον μία, γεγονός που διαψεύδει την Νίκη Κεραμέως ισχυρίστηκε ότι δεν υπάρχουν κενές αίθουσες στα σχολικά κτίρια. Η αντίστοιχη αναλογία στην Αττική είναι λίγο κάτω από 5 στα 10.

Επιπλέον, το 12% των σχολείων σε πανελλαδικό επίπεδο διαθέτει πάνω από μία κενές αίθουσες ανά τάξη, ενώ αυτό το ποσοστό στην Αττική φτάνει το 16%.

«63% των μαθητών της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης πανελλαδικά φοιτά σε τάξεις με 22 έως 27 παιδιά, στην Αττική το ποσοστό φτάνει στο 67%»

Ολιγωρία ή αδιαφορία;

«Το υπουργείο Παιδείας ολιγώρησε οκτώ ολόκληρους μήνες στο θέμα της χαρτογράφησης των κενών αιθουσών στα λειτουργούντα σχολεία, καθώς και άλλων δημόσιων χώρων (π.χ. δημοτικές αίθουσες)» τονίζει η γενική γραμματέας του ΚΕ.ΜΕ.ΤΕ, Μαρία Γεωργαρίου, σημειώνοντας πως αν είχε υπάρξει «εγκαίρως αυτή η καταγραφή και η κατάλληλη προετοιμασία των χώρων για διδακτική χρήση, θα μπορούσε σε ικανοποιητικό βαθμό να υλοποιηθεί η μείωση των μαθητών/τριών στα τμήματα, προς αποφυγή του συνωστισμού».

«Τα μέτρα του υπουργείου για τα σχολεία, ακόμα και τώρα που τα κρούσματα είναι πλέον καθημερινά πάνω από 1.500, είναι ανύπαρκτα και αυτό αποτελεί πολιτική επιλογή. Η μείωση του αριθμού των παιδιών στα τμήματα είναι επιτακτική ανάγκη καθώς, ιδίως στις επιδημιολογικά βεβαρυμμένες περιοχές, τα τμήματα είναι πολυπληθή (16-21 μαθ.) και υπερμεγέθη (22-27 μαθ.), γεγονός που καθιστά αδύνατη την αποφυγή του συνωστισμού» αναφέρει χαρακτηριστικά.

63% θα μπορούσε να μειωθεί ο αριθμός των παιδιών στις τάξεις

Τούτων δοθέντων, προκύπτει ότι σε πρώτη φάση υπάρχει δυνατότητα αξιοποίησης κενών σχολικών αιθουσών από τις ίδιες τις σχολικές μονάδες και ότι οι μήνες του καλοκαιριού έμειναν ανεκμετάλλευτοι από το υπουργείο Παιδείας.

Σύμφωνα, μάλιστα, με τα στοιχεία που έχει ως τώρα το ΚΕ.ΜΕ.ΤΕ, ο αριθμός των μαθητών/τριών που φοιτούν σε πολυπληθή τμήματα θα μπορούσε να μειωθεί άμεσα ως και 63%, ανάλογα με το μέγεθος των τμημάτων.

Σε απόλυτους αριθμούς, στα σχολεία που απάντησαν στο ερωτηματολόγιο, ένα τέτοιο μέτρο θα μπορούσε να οδηγήσει σε μικρότερα τμήματα 26.835 μαθητές, δηλαδή το 41% του μαθητικού δυναμικού των υπό εξέταση σχολείων. Στην Αττική αυτός ο αριθμός φτάνει τους 13.098, ποσοστό 35%.

Κλειστά σχολεία: Τουλάχιστον οι μισοί μαθητές δεν θα έχαναν μαθήματα

Αυτό σημαίνει ότι οι μισοί μαθητές που φοιτούν στα εκατοντάδες σχολεία και τμήματα που σταμάτησαν τη λειτουργία τους λόγω των κρουσμάτων κορονοϊού το τρέχον σχολικό έτος θα μπορούσαν να συνεχίσουν τη δια ζώσης εκπαίδευση αν είχε εφαρμοστεί από τον Σεπτέμβρη το ανώτατο όριο των 15 μαθητών ανά τμήμα.

«Το 50% των μαθητών στα σχολεία/τμήματα που έκλεισαν λόγω κρουσμάτων, δεν θα έχαναν τα μαθήματά τους αν είχε μειωθεί ο αριθμός των μαθητών ανά τάξη»

Κόστος μείωσης μέγιστου αριθμού μαθητών

Η έρευνα δείχνει επίσης ότι το κόστος σε προσλήψεις εκπαιδευτικών και με αναλογική αύξηση, φαίνεται να είναι πολύ μικρότερο από αυτό που έχει αναφερθεί από την πολιτική ηγεσία του υπουργείου Παιδείας, η οποία είχε κάνει λόγο για ημερήσιο κόστος 10.000.000€.

Σύμφωνα με το ΚΕ.ΜΕ.ΤΕ της ΟΛΜΕ, στο 19% του μαθητικού πληθυσμού η μείωση του ανώτατου ορίου μαθητών στους 15 θα δημιουργήσει 4.602  νέες θέσεις εργασίας με ετήσιο κόστος για το δημόσιο 50.000.000€ περίπου. Το ημερήσιο κόστος για αυτά τα σχολεία αντιστοιχεί σε 136.986€.

Εξετάζοντας το πρόβλημα αναλογικά στο σύνολο της επικράτειας,  το ημερήσιο κόστος όπως συνάγεται από την έρευνα είναι 700.000€ με 800.000€  και βρίσκεται  πολύ πιο κοντά στην πραγματικότητα από το ποσό των 10.000.000€. Μάλιστα, το ετήσιο κόστος που βγαίνει αναλογικά, με βάση τα ως τώρα στοιχεία της έρευνας, δεν ξεπερνά τα 220.000.000€, για πλήρη λειτουργία των σχολείων (Σεπτέμβριος έως και Ιούνιος). 

Στα συμπεράσματα της έρευνας:

Α) Οι οδηγίες του ΕΟΔΥ για τον ανώτατο αριθμό μαθητών ανά τμήμα άλλαξε τρεις φορές, χωρίς να δοθεί επαρκής επιστημονική εξήγηση γι’ αυτό. Θέση της ΟΛΜΕ είναι η μέση λύση των κατ’ ανώτατο όριο 15 μαθητών ανά τμήμα.

Β) Εν γνώσει του το Υπουργείο Παιδείας χρησιμοποίησε στατιστικά μεθοδολογικά εργαλεία που δεν αποτυπώνουν την πραγματική εικόνα αναφορικά με το πλήθος των μαθητών/τριών ανά τμήμα . Η πραγματική εικόνα της κατάστασης της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης δεν απεικονίζεται από τον μ.ό. των 17 μαθητών, αλλά από τη διάμεσο που είναι 22 μαθητές/τριες. Τα πρώτα αποτελέσματα μας δείχνουν ότι πάνω από 9 στους 10 μαθητές/τριες συνωστίζονται σε πολυπληθή ή υπερμεγέθη τμήματα, όπου είναι αδύνατον να τηρηθούν οι απαραίτητες αποστάσεις μεταξύ μαθητών και εκπαιδευτικών. Ειδικότερα

• 34% των μαθητών πανελλαδικά φοιτούν σε τμήματα των 16-21 μαθητών, στην Αττική το αντίστοιχο ποσοστό είναι 32%

• 63% των μαθητών πανελλαδικά φοιτούν σε τμήματα των 22-27 μαθητών, στην Αττική το ποσοστό ανεβαίνει στο 67%

• μάλιστα 23% των μαθητών πανελλαδικά (το ¼ του μαθητικού δυναμικού) φοιτούν σε τμήματα των 25-27 μαθητών, στην Αττική το αντίστοιχο ποσοστό είναι 22%.

Από την συνολική εικόνα που μας δίνουν τα παραπάνω στοιχεία, το 96% των μαθητών πανελλαδικά φοιτούν σε τμήματα με πάνω από 17 μαθητές, ενώ στην Αττική το αντίστοιχο ποσοστό είναι 99%.

Από τα παραπάνω συνάγεται ότι το αίτημα της ΟΛΜΕ για 15 μαθητές/τριες κατ’ανώτατο όριο ανά τμήμα είναι αναγκαίο να υλοποιηθεί για την ασφαλή λειτουργία των σχολείων.

Γ) Το κόστος με βάση τα ως τώρα στοιχεία της έρευνας σε προσλήψεις εκπαιδευτικών και με αναλογική αύξηση, φαίνεται να είναι πολύ μικρότερο από αυτό που έχει αναφερθεί από την πολιτική ηγεσία του ΥΠΑΙΘ.

Δ) Αν το ΥΠΑΙΘ είχε εκπονήσει ένα σχέδιο ώστε να εκμεταλλευτεί τις κενές αίθουσες που υπάρχουν στα σχολεία που ήδη λειτουργούν, μέσα σε λίγες μέρες -από τον Ιούνιο ακόμα- αυτό από μόνο του θα μείωνε την ένταση του προβλήματος κατά 41% περίπου. Δηλαδή 4 στους 10 μαθητές δεν θα φοιτούσαν πλέον σε πολυπληθή ή υπερμεγέθη τμήματα. Το 50% των μαθητών που φοιτούν στα εκατοντάδες σχολεία και τμήματα που σταμάτησαν τη λειτουργία τους λόγω πανδημίας το τρέχον σχολικό έτος θα μπορούσαν να συνεχίσουν τη δια ζώσης εκπαίδευση αν το Υπουργείο είχε υλοποιήσει την πρόταση της ΟΛΜΕ για τμήματα μέχρι και 15 μαθητές ανά τμήμα.

Ε) Μία άλλη σίγουρη πηγή κενών αιθουσών είναι τα σχολεία που έκλεισαν την προηγούμενη δεκαετία. Ο αριθμός τους ξεπερνά τα 2.000. Η Ιταλία με μαθητικό πληθυσμό εξαπλάσιο του ελληνικού, είχε ανακοινώσει 3.000 νέα σχολεία. Η Ελλάδα θα μπορούσε να καλύψει μέρος των κτηριακών αναγκών της μέσα από αυτήν την πηγή, αρκεί να υπάρξει χαρτογράφηση των αναγκών και των διαθέσιμων τέτοιου είδους χώρων και εφόσον οι χώροι αυτοί διαμορφωθούν κατάλληλα, ώστε να πληρούν προϋποθέσεις εκπαιδευτικές, υγειονομικές και κτηριακής ασφάλειας. Ανάλογα και με τις ίδιες προϋποθέσεις μπορούν χρησιμοποιηθούν και άλλα δημόσια κτήρια.

Δείτε εδώ αναλυτικά την έρευνα

Τα πρώτα στοιχεία που δημοσιεύονται στην παρούσα μελέτη αφορούν στην περίοδο 15 Σεπτεμβρίου έως 23 Οκτωβρίου 2020. Η έρευνα επικεντρώθηκε στον αριθμό των μαθητών ανά τμήμα και στις κενές αίθουσες των σχολείων. Για τον αριθμό των μαθητών ανά τμήμα τα στατιστικά αποτελέσματα προκύπτουν από 556 σχολεία στα οποία φοιτούν συνολικά 120.231 μαθητές (το 19% σε εθνικό επίπεδο) σε 5.743 τμήματα. Για τις κενές αίθουσες, σε συνδυασμό πάντα με τον αριθμό των μαθητών ανά τμήμα, τα στοιχεία βασίζονται σε 312 σχολεία στα οποία φοιτούν 68.056 μαθητές (το 11% των μαθητών σε εθνικό επίπεδο) που φοιτούν σε 3.138 τμήματα.

Πηγή άρθρου

Translate »