Είναι γεγονός ότι η κατάσταση που ζούμε είναι πρωτόγνωρη. Κλείσιμο σχολείων και καταστημάτων, απαγόρευση κυκλοφορίας, καθημερινά ιατρικά δελτία έχουν μπει στη ζωή μας για τα καλά. Πίσω από το θόρυβο της τρέχουσας καθημερινότητας, μια νηφάλια αντιμετώπιση της κατάστασης που βιώνουμε οφείλει να θέσει δύο θεμιτά ερωτήματα:
- Πώς γίνεται να επανέρχεται η απειλή των επιδημιών, που ταλαιπώρησαν την ανθρωπότητα στο παρελθόν, στις σημερινές συνθήκες αλματώδους ανάπτυξης της ιατρικής επιστήμης;
- Ποιος θα πληρώσει τα σπασμένα μιας νέας οικονομικής ύφεσης, που σε κάθε περίπτωση αχνοφαινόταν στον ορίζοντα και σήμερα ζυγώνει με βήμα ταχύ;
Υγεία για ποιους και για πόσους
Αν κάτι απομυθοποιήθηκε στις μέρες του κορονοϊού, είναι η δήθεν «υπεροχή» και τα «οφέλη» της ιδιωτικής Υγείας και Ασφάλισης. Και δεν μιλάμε για τα ακριβά συμβόλαια όσων διαθέτουν «βαρύ πορτοφόλι», αλλά για τα προγράμματα εκείνα που απευθύνονται στον πολύ κόσμο, που διαφημίζονταν κατά κόρον και στους αυτοαπασχολούμενους ως εναλλακτική πρόταση απέναντι στο σημερινό υποβαθμισμένο δημόσιο σύστημα Υγείας.
Κανένα ιδιωτικό πρόγραμμα Υγείας, που είναι προσανατολισμένο στο μικρόκοσμό του, στους πελάτες του, δεν μπορεί φυσικά να αντιμετωπίσει μια επιδημία που πλήττει όλο τον πληθυσμό. Και, επίσης, ποιος ιδιώτης προσηλωμένος στο επιχειρηματικό κέρδος μπορεί να δει τη σχέση κόστους – οφέλους στην κοινωνική της διάσταση και να παρέχει αμισθί τις υπηρεσίες του;
Μια ματιά στην αισχροκέρδεια των διαγνωστικών τεστ (200 – 300 ευρώ), από τη μια, και στη συμφορά που βιώνουν εκατομμύρια ανασφάλιστοι στην Αμερική, από την άλλη, το αποδεικνύει εύκολα. Για την κοινωνία, το πραγματικό κέρδος είναι η καλή υγεία, η προστασία όλου του πληθυσμού. Και αυτό μόνο ένα δημόσιο και δωρεάν σύστημα Υγείας, σύγχρονο, που να μπορεί να καλύπτει όλο τον πληθυσμό, μπορεί να το προσφέρει.
Και κάτι ακόμα: Η μετάλλαξη ενός ιού είναι μια βιολογική διαδικασία αντικειμενική, όπως όλες οι μεταλλάξεις στη φύση. Επομένως, αν και έκτακτο γεγονός, πρόκειται για μια φυσική διαδικασία που υπήρξε και προηγουμένως και θα επαναληφθεί στο μέλλον.
Ο εχθρός μπορεί να είναι «αόρατος», όμως τα σημερινά επίπεδα της επιστήμης δεν μας καθιστούν και παντελώς άοπλους απέναντί του. Αρα, χρειαζόμαστε ένα δημόσιο σύστημα Υγείας επαρκές και θωρακισμένο με όλα τα απαραίτητα μέσα και προσωπικό, μόνιμα και όχι έκτακτα, που να μπορεί να διαχειριστεί την έκτακτη αυτή κατάσταση, και μάλιστα όχι εις βάρος των χρόνιων ή άλλων έκτακτων ασθενών που σήμερα, όπως φαίνεται, έχουν περάσει ανεπίσημα «σε δεύτερη μοίρα».
Η κυβέρνηση, από την άλλη, προχώρησε σε περιορισμένες προσλήψεις νοσηλευτικού προσωπικού με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, όταν πια έφτασε το μαχαίρι στο κόκαλο, και όχι σε μόνιμους διορισμούς που θα καλύψουν τα τεράστια κενά. Αυτό είναι χαρακτηριστικό των γενικότερων πολιτικών της προθέσεων.
Επομένως, δικαιώνονται το ταξικά προσανατολισμένο εργατικό κίνημα και οι αντιμονοπωλιακές δυνάμεις στο συνδικαλιστικό κίνημα των αυτοαπασχολούμενων, που έθεταν όλο το προηγούμενο διάστημα το ζήτημα της αποδιάρθρωσης του δημόσιου συστήματος Υγείας και πάλευαν για την αντιστροφή της κατάστασης. Δεν επιβεβαιώνεται ο πρωθυπουργός, μέντορας και αυτός της ιδιωτικοποίησης στην Υγεία και την Ασφάλιση, και ας έχουν βελτιωθεί οι δημοσκοπικές του επιδόσεις.
Σήμερα αποκαλύπτεται με τον πιο σαφή τρόπο πόσο βάρβαρη ήταν η πολιτική όλων των κυβερνήσεων, που κατάντησαν τα δημόσια νοσοκομεία να μην έχουν ούτε γάζες, έτσι που ο σημερινός τακτικός σχεδιασμός της κυβέρνησης να επικεντρώνεται στους περιορισμούς, στην καταστολή και την τρομοκράτηση του πληθυσμού – «ατομική ευθύνη» το λένε κομψά -, για να μην καταρρεύσει το ήδη ετοιμόρροπο σύστημα δημόσιας Υγείας.
Χωρίς υπερβολή, θα λέγαμε ότι η εμπορευματοποίηση και η υποβάθμιση της δημόσιας Υγείας στην Ελλάδα και σε όλη την ΕΕ αποτέλεσαν το «θερμοκήπιο» για τις σημερινές τραγικές συνέπειες που βιώνουν τα λαϊκά στρώματα.
Τα παραπάνω συμπεράσματα έχουν ακόμη μεγαλύτερη αξία και πρέπει να συζητηθούν με τους αυτοαπασχολούμενους για τους οποίους η «ατομική ευθύνη», λόγω κοινωνικής θέσης, αποτελεί τη δεύτερη φύση τους. Μπορούν καλύτερα να συνειδητοποιήσουν και αυτοί πως όταν η «ατομική ευθύνη» συναντά σημαντικά κοινωνικά προβλήματα, απογυμνώνεται και διακρίνεται καθαρά πόσο ανίσχυρη και περιορισμένη είναι.
Επομένως, τα ζητήματα που αφορούν τη δημόσια Υγεία, όπως και άλλα καυτά προβλήματα που αντιμετωπίσαμε το προηγούμενο διάστημα και σχετίζονται με βασικές λαϊκές ανάγκες (πλημμύρες, πυρκαγιές, διαχείριση απορριμάτων κ.λπ.), πρέπει να πάρουν πρωταρχική θέση στη διεκδικητική πάλη των σωματείων και των ομοσπονδιών. Και αυτό είναι ένα βασικό συμπέρασμα από την τωρινή δοκιμασία.
Ας κρίνει ο καθένας, και από αυτήν τη σκοπιά, τη στάση των πλειοψηφιών της ΓΣΕΒΕΕ και της ΕΣΕΕ, που ενώ είναι λαλίστατες στα περί επιχειρηματικότητας και ανταγωνιστικότητας, υποβαθμίζουν διαχρονικά τέτοιες θέσεις, ενώ όπου τις διατυπώνουν, είναι «για τα μάτια του κόσμου».
Ποιος πληρώνει το μάρμαρο
Ας πάμε τώρα στις οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας, για τις οποίες η κυβέρνηση θεσμοθέτησε μια σειρά από μέτρα, που αφορούν και αυτοαπασχολούμενους. Πρώτο από όλα, τα 800 ευρώ έκτακτη αποζημίωση, 530 ευρώ το μήνα, γι’ αυτούς που επλήγησαν, είτε έκλεισαν τα μαγαζιά τους με κυβερνητική απόφαση είτε όχι. Ας κάνουμε μερικούς υπολογισμούς…
Μόνο να υπολογίσουμε το νοίκι, το ρεύμα, το τηλέφωνο, είναι ζήτημα αν καλύπτεται έστω και τμήμα των τρεχουσών υποχρεώσεων. Θα πει κανείς, από το τίποτα κάτι είναι κι αυτό. Ναι, μόνο αν το συγκρίνεις με το «τίποτα», γιατί σε σχέση με τις ανάγκες ενός αυτοαπασχολούμενου που ουσιαστικά δεν εργάζεται, είναι μακριά. Τι θα πάει στην οικογένεια, παραμένει ένα ερώτημα.
Υπάρχουν και άλλα μέτρα, θα πουν κάποιοι: Εκπτωση 25% στις ασφαλιστικές και φορολογικές υποχρεώσεις ή 4μηνη αναστολή, εναλλακτικά. Είναι απορίας άξιο, βέβαια, πώς θα πληρωθούν διπλάσιες εισφορές μετά από 4 μήνες, ή και στην εφορία αφού η αντιλαϊκή φορολογική πολιτική παραμένει αναλλοίωτη.
Μείωση 40% στα ενοίκια, που αφορά το μοίρασμα της ζημίας ανάμεσα στον ιδιοκτήτη και τον ενοικιαστή και δεν δημιουργεί ιδιαίτερο κόστος στον κρατικό προϋπολογισμό. Ρυθμίσεις και στα δάνεια από τις τράπεζες, αλλά μόνο για τους ενήμερους, που μάλλον είναι η μειοψηφία στις τάξεις των αυτοαπασχολούμενων, αν κρίνει κάποιος από τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει η πλειοψηφία τους. Οσο για τα δάνεια με επιδότηση επιτοκίου από το Ταμείο Επιχειρηματικότητας, αφορούν λίγους και εκλεκτούς και όχι τη μεγάλη μάζα των μικροεπιχειρήσεων, ως συνήθως.
Επομένως, τα μέτρα της κυβέρνησης για την αντιμετώπιση των οικονομικών επιπτώσεων από την πανδημία δεν είναι και τόσο πλουσιοπάροχα, όσο τουλάχιστον τα εμφανίζουν τα δημοσιεύματα.
Αν η κυβέρνηση ήθελε πραγματικά να ελαφρύνει τους αυτοαπασχολούμενους, θα καταργούσε το χαράτσι του τέλους επιτηδεύματος και τον ΕΝΦΙΑ για τη μικρή ιδιοκτησία, θα επανέφερε το αφορολόγητο, θα επιδοτούσε τις ασφαλιστικές εισφορές για μερικούς μήνες. Θα απάλλασσε την πλειοψηφία τους, κατά ένα μέρος τουλάχιστον, από το βαρύ φορτίο χρεών που κουβαλάνε στην πλάτη τους, κληρονομιά της οικονομικής κρίσης και των αντιλαϊκών πολιτικών.
Τέτοια μέτρα θα μπορούσαν να εξοικονομήσουν χρήματα απαραίτητα για την επιβίωση των οικογενειών τους, σε περίοδο ουσιαστικού λουκέτου των μικροεπιχειρήσεων. Ομως, η αντιλαϊκή πολιτική της κυβέρνησης παραμένει ίδια και απαράλλακτη παρά τις μικροπροσαρμογές, χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα για τα λαϊκά στρώματα, γιατί τα όριά της καθορίζονται από τη στήριξη και επιστροφή σε ρυθμούς κερδοφορίας των μεγάλων επιχειρήσεων και όχι από τις πραγματικές λαϊκές ανάγκες.
Και αυτά μόνο σε σχέση με τις άμεσες επιπτώσεις από την πανδημία, γιατί τέτοιου είδους γεγονότα δρουν σαν καταλύτης και επιταχύνουν τις γενικότερες οικονομικές εξελίξεις. Η στασιμότητα της παγκόσμιας ανάπτυξης είναι εύκολο να μετατραπεί σε οικονομική κρίση. «Είναι πλέον σαφές ότι έχουμε εισέλθει σε ύφεση, εξίσου βαθιά ή χειρότερη από το 2009», αναφέρει η γενική διευθύντρια του ΔΝΤ. Για ύφεση «κοντά στο 4%» μιλά ο υπουργός Οικονομικών.
Πολύ περισσότερο που η ελληνική οικονομία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τον τουρισμό, τη δήθεν «βαριά βιομηχανία», που σήμερα έχει νεκρωθεί. Η κατάσταση δεν προβλέπεται ρόδινη ακόμα και αν υποχωρήσει η πανδημία. Οι μνήμες είναι πρόσφατες και η εμπειρία δείχνει ότι οι αστικές κυβερνήσεις θα επιχειρήσουν να φορτώσουν ξανά τις συνέπειες στα λαϊκά στρώματα. Και εδώ δεν χωρά κανένας εφησυχασμός. Θα λογαριαστούμε λοιπόν από τώρα και καλούμε κάθε αυτοαπασχολούμενο να πάρει τη θέση του στον αγώνα.
Η συλλογική πάλη και η αξία της σήμερα
Είναι γεγονός ότι οι έκτακτες συνθήκες και οι περιορισμοί έφεραν ένα «μούδιασμα» στη συλλογική δράση και τη δραστηριότητα των συνδικαλιστικών οργάνων. Ομως, αυτή είναι σήμερα πιο αναγκαία από ποτέ, αφού τα προβλήματα συσσωρεύονται καθημερινά.
Η «συνωμοσία της σιωπής», που επιδιώκει να επιβάλει η κυβέρνηση στο όνομα της αντιμετώπισης του κορονοϊού, δεν πρέπει να κρύψει τις ευθύνες όλων των κυβερνήσεων και της σημερινής, που άφησαν, στην ουσία, απροστάτευτα τα λαϊκά στρώματα απέναντι στην επέλαση της πανδημίας.
Η συναίνεση στην κυβερνητική πολιτική πρέπει να απορριφθεί, γιατί θα αξιοποιηθεί για να σταλεί και πάλι ο λογαριασμός στα συνήθη υποζύγια, μισθωτούς, αυτοαπασχολούμενους, συνταξιούχους. Αντίπαλο δέος μπορούν να γίνουν μόνο η ανάπτυξη της συλλογικής δράσης, η αναζωογόνηση του συνδικαλιστικού κινήματος πάνω σε τρεις βασικούς άξονες πάλης:
- Αμεσα και ουσιαστικά μέτρα για την αντιμετώπιση της πανδημίας και των συνεπειών της για όλους τους αυτοαπασχολούμενους.
- Δημόσιο και δωρεάν σύστημα Υγείας για όλους, πλήρως εξοπλισμένο με όλα τα σύγχρονα μέσα και στελεχωμένο με το απαραίτητο προσωπικό.
- Να μην πληρώσουν τα λαϊκά στρώματα τις συνέπειες της οικονομικής ύφεσης που βρίσκεται προ των πυλών.
Για να βρεθούν στο επίκεντρο τα παραπάνω, είναι αναγκαίο να διευρυνθεί η αμφισβήτηση απέναντι στους κάθε λογής «μονόδρομους» της επιχειρηματικότητας και της ανταγωνιστικότητας στο ίδιο το συνδικαλιστικό κίνημα των αυτοαπασχολούμενων. Ο δρόμος αυτός αποδεικνύεται κακοτράχαλος για τη μεγάλη πλειοψηφία των αυτοαπασχολούμενων, γιατί οδηγεί στην ισοπέδωση των λαϊκών δικαιωμάτων. Αντίθετα, μόνο η πάλη και η διεκδίκηση μέτρων για την κάλυψη των λαϊκών αναγκών μπορούν να δώσουν πραγματική διέξοδο.
Η πρόσφατη παράσταση διαμαρτυρίας της ΟΒΣΑ και της Ομοσπονδίας Ξύλου, οι κινητοποιήσεις για την υπεράσπιση της δημόσιας Υγείας στις 7 Απρίλη δείχνουν το δρόμο και καλούμε κάθε σωματείο να τον ακολουθήσει.
Σήμερα, υπάρχουν όλα τα τεχνικά μέσα για να γίνουν δυνατές η επικοινωνία, η ενημέρωση, η αλληλεγγύη, χωρίς να υπάρχει ο κίνδυνος μετάδοσης της ασθένειας. Οι ίδιοι οι συνάδελφοι τα ζητούν, απευθύνονται καθημερινά στα σωματεία. Μπορούν να συνεδριάσουν τα Διοικητικά Συμβούλια των σωματείων και των ομοσπονδιών και να βάλουν στην ημερήσια διάταξη τα οξυμένα προβλήματα και τη διέξοδο.
Το συνδικαλιστικό κίνημα βρίσκει τρόπους συλλογικής πάλης ακόμα και στις πιο δύσκολες συνθήκες, αρκεί να έχει στόχο του την εξυπηρέτηση των λαϊκών αναγκών. Αυτό δείχνει η εμπειρία.
Βασίλης ΜΑΜΑΗΣ
Μέλος του ΔΣ της ΓΣΕΒΕΕ